παρεμπίπτων

παρεμπίπτων
παρεμπί̱πτων , παρεμπίπτω
creep in
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παρεμπιπτόντως — επίρρ. 1. κατά παρέμβαση στο κυρίως θέμα, σαν σε παρένθεση, εκτός θέματος 2. συμπτωματικά, όχι προγραμματισμένα, τυχαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρεμπίπτων, οντος, μτχ. του ρ. παρεμπίπτω + επιρρμ. κατάλ. ως. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”